- βάψιμο
- το (Μ βάψιμο[ν])το να βάφει κανείς κάτινεοελλ.1. ψιμυθίωση, φτιασίδωμα, καλλωπισμός προσώπου2. σκλήρυνση, στόμωση σιδερένιου αντικειμένου.[ΕΤΥΜΟΛ. < έβαψα (αόρ. του βάφω) < βάπτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βάψιμο — το 1. το μπογιάτισμα, το χρωμάτισμα: Το βάψιμο των μαλλιών είναι της μόδας. 2. το φτιασίδωμα: Το έντονοβάψιμο κάνει τις γυναίκες να φαίνονται γελοίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
άμορφος — (amorpha). Γένος χαμηλών θάμνων της οικογένειας των χεδρωπών, ιθαγενών της Βόρειας Αμερικής. Έχουν φύλλα επαλλάσσοντα, πτεροσχιδή με φυλλάρια ωοειδή, ακέραια. Τα άνθη τους είναι λευκά, μπλε ή κόκκινα και σχηματίζουν ταξιανθίες. Τα περισσότερα από … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
ανθοβαφία — ἀνθοβαφία, η (Α) το βάψιμο με ζωηρά χρώματα … Dictionary of Greek
αποβάφω — (Α ἀποβάπτω) νεοελλ. 1. ολοκληρώνω το βάψιμο 2. χάνω το χρώμα μου, ξεβάφω αρχ. 1. βυθίζω κάτι στο νερό ή σε άλλο υγρό 2. αντλώ νερό … Dictionary of Greek
βάψη — η (Α βάψις) [βάπτω] 1. το βάψιμο, η σκλήρυνση σιδερένιου αντικειμένου 2. χρώμα, χροιά (κυρίως του προσώπου) … Dictionary of Greek
βουρτσιά — η 1. η κάθε κίνηση της βούρτσας για καθάρισμα ή βάψιμο 2. το χρώμα που αφήνει μια κίνηση της βούρτσας και διακρίνεται από την υπόλοιπη βαμμένη επιφάνεια … Dictionary of Greek